φεγγαροπρόσωπος

φεγγαροπρόσωπος
η , ο с лунообразным, круглым лицом; имеющий круглое к сияющее лицо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φεγγαροπρόσωπος" в других словарях:

  • φεγγαροπρόσωπος — η, ο, Ν αυτός που έχει πρόσωπο στρογγυλό και φωτεινό σαν το φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + πρόσωπος (< πρόσωπο), πρβλ. αγγελο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

  • φεγγαροπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει το πρόσωπο ολοστρόγγυλο και λαμπρό όπως η πανσέληνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»